Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειριστήριο
1 εγγραφή
χειριστήριο το [xiristírio] Ο42 : 1.όργανο που με τον κατάλληλο χειρισμό θέτει σε λειτουργία ή διακόπτει τη λειτουργία μιας μηχανής, ενός μηχανι σμού. || όργανο για τη μετάδοση των σημάτων του τηλεγράφου. 2. πίνακας με τα όργανα και με τους διακόπτες που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία ενός μηχανισμού ή μιας εγκατάστασης.

[λόγ. χειρισ(τής) -τήριον μτφρδ. γαλλ. manipulateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες