Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειμώνιασμα το [ximó
azma] Ο49 : το αποτέλεσμα του χειμωνιάζει, η έναρξη του χειμώνα. ANT καλοκαίριασμα. || επιδείνωση του καιρού. [χειμωνιασ- (χειμωνιάζει) -μα]