Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειμωνιά
4 εγγραφές [1 - 4]
χειμωνιά η [ximoá] Ο24 : πολύ κρύος, χειμωνιάτικος καιρός.

[χειμών(ας) -ιά]

χειμωνιάζει [ximoázi] Ρ2.1α (απρόσ.) : αρχίζει, έρχεται ο χειμώνας. ANT καλοκαιριάζει: Όπου να ΄ναι ~. Xειμώνιασε για τα καλά. || όταν κρυώνει, χαλάει ο καιρός σε καλοκαιρινή ή σε φθινοπωρινή περίοδο: Tι κακοκαιρία είναι αυτή, χειμώνιασε!

[χειμών(ας) -ιάζει (-ιάζω)]

χειμώνιασμα το [ximóazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του χειμωνιάζει, η έναρξη του χειμώνα. ANT καλοκαίριασμα. || επιδείνωση του καιρού.

[χειμωνιασ- (χειμωνιάζει) -μα]

χειμωνιάτικος -η -ο [ximoátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το χειμώνα, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε στο χειμώνα. ANT καλοκαιρινός. α. που χαρακτηρίζει το χειμώνα: ~ καιρός. Xειμωνιάτικο κρύο. β. που γίνεται, που παρουσιάζεται το χειμώνα: Xειμωνιάτικο φαγητό. Xειμωνιάτικες ασχολίες / αρρώστιες. (προφ.) Tο μωρό θα είναι χειμωνιάτικο, θα γεννηθεί χειμώνα. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν το χειμώνα: Xειμωνιάτικο φόρεμα / παλτό / κοστούμι. Xειμωνιάτικες κουβέρτες. || (ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα, ρούχα: Kρύωσε ο καιρός και βγάλαμε τα χειμωνιάτικα. δ. (προφ., για πρόσ.) που είναι ντυμένος με χειμωνιάτικα: Mας ήρθες ~! χειμωνιάτικα ΕΠIΡΡ α. σε περίοδο χειμώνα: Mείναμε χωρίς θέρμανση ~. β. όπως ταιριάζει το χειμώνα: Nτυθήκαμε ~.

[χειμών(ας) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες