Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειλαράς
1 εγγραφή
χειλαράς -ού -άδικο [xilarás] Ε9α : που έχει μεγάλα, παχιά χείλη που προεξέχουν: Ένας ~ αράπης.

[χείλ(ι) -αράς (πρβ. μσν. χειλάς ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες