Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειλαράς -ού -άδικο [xilarás] Ε9α : που έχει μεγάλα, παχιά χείλη που προεξέχουν: Ένας ~ αράπης.
[χείλ(ι) -αράς (πρβ. μσν. χειλάς ίδ. σημ.)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[χείλ(ι) -αράς (πρβ. μσν. χειλάς ίδ. σημ.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |