Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χείλι
2 εγγραφές [1 - 2]
χείλι το [xíli] Ο44 πληθ. και χείλη : 1α.καθεμιά από τις σαρκώδεις προεξοχές που περιβάλλουν το στόμα και που καλύπτονται από λεπτή, ρόδινη επιδερμίδα: Λεπτά / σαρκώδη χείλη. Παχιά / κόκκινα χείλια. Xείλια σαν κεράσι / κοράλλι / τριαντάφυλλο / φωτιά. Bάφω με κραγιόν τα χείλια μου. Tον φίλησε στα χείλη. Φιλήθηκαν ~ με ~. Είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, για χαρούμενο, αισιόδοξο άνθρωπο. Δε βγάζω λέξη από τα χείλη μου, δε μιλώ καθόλου. Σαλεύουν τα χείλη μου, αρχίζω (δισταχτικά) να μιλώ: Όλη την ημέρα δε σάλεψαν τα χείλη του. ΦΡ και εκφράσεις γλείφω* τα χείλια μου. γελάει το ~ μου, χαίρομαι, είμαι ευτυχισμένος: Σ΄ όλη του τη ζωή δε γέλασε το ~ του. δαγκώνω* τα χείλια μου. κρέμομαι από τα χείλη κάποιου, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: Είναι εξαίρετος ομιλητής, οι ακροατές κρέμονται από τα χείλη του. δε σκάει ~, κυρίως για άνοστο αστείο με το οποίο δεν μπορεί να γελάσει κανένας. ψήνω* σε κπ. το ψάρι στα χείλια. β. το πρόσωπο που μιλάει. (έκφρ.) επίσημα* χείλη. υπεύθυνα* χείλη. 2. (πληθ.) το άκρο όπου καταλήγει ένα άνοιγμα· χείλος2: Tα χείλια του πηγαδιού. Γέμισε το ποτήρι ως τα χείλια. χειλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν.(;) χείλιν < αχείλιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-axí > enaxí > ena-xí] · (πληθ. χείλη: λόγ. < αρχ. τά χείλη)]

χειλικός -ή -ό [xilikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα χείλια: Xειλικά σύμφωνα, και συνήθ. ως ουσ. τα χειλικά, στη νέα ελληνική τα σύμφωνα π, β, φ, μπ, μ, που σχηματίζονται με τα χείλια: Tα χειλικά χωρίζονται σε διχειλικά και χειλοδοντικά.

[λόγ. χείλ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. labial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες