Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαϊδιάρης
1 εγγραφή
χαϊδιάρης -α -ικο [xaiδjáris] Ε9 : (σπάν.) χαδιάρης.

[χάιδ(ι) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες