Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαχόλος
1 εγγραφή
χαχόλος ο [xaxólos] Ο18 : (οικ., ειρ.) 1. άνθρωπος μεγαλόσωμος και ασουλούπωτος. 2. άνθρωπος υπανάπτυκτος: Για χαχόλους μάς πέρασες;

[ρωσ. hohol (προφ. [xaxól) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες