Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαφιές
1 εγγραφή
χαφιές ο [xafxés] Ο13 : αυτός που δίνει πληροφορίες σε αστυνομικές, στρατιωτικές ή διοικητικές αρχές για να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον άλλων ατόμων· καταδότης: Στη δικτατορία ήταν ~ της Aσφάλειας. Kάνει το χαφιέ στους προϊσταμένους του.

[τουρκ. hafiye (αρχική σημ.: `μυστικός πράκτορας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες