Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαφιές ο [xafxés] Ο13 : αυτός που δίνει πληροφορίες σε αστυνομικές, στρατιωτικές ή διοικητικές αρχές για να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον άλλων ατόμων· καταδότης: Στη δικτατορία ήταν ~ της Aσφάλειας. Kάνει το χαφιέ στους προϊσταμένους του.
[τουρκ. hafiye -ς (αρχική σημ.: `μυστικός πράκτορας΄)]