Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασικλής
1 εγγραφή
χασικλής ο [xasiklís] Ο8 θηλ. χασικλού [xasiklú] Ο37 : (οικ., μειωτ.) χασισο πότης.

[χασίσι -κλής κατά το θεριακλής με απλολ. [sisi > si] · χασικλ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες