Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασεδένιος
1 εγγραφή
χασεδένιος -α -ο [xaseδénos] Ε4 : που είναι φτιαγμένος από χασέ: Xασεδένιο σεντόνι / πουκάμισο.

[χασεδ- (χασές) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες