Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασίς
4 εγγραφές [1 - 4]
χασίς το [xasís] Ο (άκλ.) & (οικ.) χασίσι το [xasísi] Ο44 : α.ναρκωτικό που βγαίνει από τα άνθη του φυτού ινδική κάνναβη και που το καπνίζουν, το μασούν ή το εισπνέουν: ~ σε φούντα. β. το φυτό ινδική κάνναβη: Tον συνέλαβε η αστυνομία γιατί καλλιεργούσε ~.

[τουρκ. haşiş (από τα αραβ.) & ]

χασισέμπορος ο [xasisémboros] Ο20α & χασισέμπορας [xasisémboras] Ο5 : έμπορος χασίς.

[λόγ. χασίς + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

χασισοποτείο το [xasisopotío] Ο39 : κακόφημο κέντρο όπου συγκεντρώ νονται χασισοπότες και άλλοι ναρκομανείς.

[λόγ. χασισοπότ(ης) -είον]

χασισοπότης ο [xasisopótis] Ο10 : αυτός που καπνίζει συστηματικά χασίς· χασικλής.

[λόγ. χασίσ(ι) -ο- + πότης μτφρδ. τουρκ. haşiş içmek `πίνω (= καπνίζω) χασίσι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες