Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασίκλας
1 εγγραφή
χασίκλας ο [xasíklas] Ο3 & χασίκλα η [xasíkla] Ο25 : (οικ., μειωτ.) χασισοπότης.

[χασικλ(ής) μεγεθ. -ας· χασίκλ(ας) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες