Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρχάλω
1 εγγραφή
χαρχάλω η [xarxálo] Ο37α : υβριστικά για γυναίκα ανήθικη.

[ίσως χαρχαλ(εύω) -ω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες