Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτωσιά
1 εγγραφή
χαρτωσιά η [xartosxá] Ο24 : τα φύλλα της τράπουλας που μαζεύει ένας παίκτης σε μια μοιρασιά, χάρη σ΄ ένα καλό χαρτί· μπάζα2: Kάνω / πιάνω ~. ΦΡ δεν πιάνω ~ (μπροστά σε κπ.), δεν μπορώ να συγκριθώ μ΄ αυτόν, είμαι πολύ κατώτερος από αυτόν: Πού να πιάσει αυτός ~ μπροστά σου! Είναι τόσο φλύαρος που δεν μπορείς να πάρεις ~, να μιλήσεις κι εσύ.

[χαρτ(ιά) -ωσιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες