Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτοσημαίνω
1 εγγραφή
χαρτοσημαίνω [xartosiméno] -ομαι Ρ7.2 : βάζω χαρτόσημο σε έγγραφο: H αίτηση πρέπει να χαρτοσημανθεί. Yπεύθυνη δήλωση χαρτοσημασμένη.

[λόγ. χαρτόσημ(ον) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες