Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρτοσήμανση η [xartosímansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρτοσημαίνω· επικόλληση χαρτοσήμου: H ~ του εγγράφου / της αίτησης.
[λόγ. χαρτοσημαν- (χαρτοσημαίνω) -σις > -ση]