Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτοπαικτικός
1 εγγραφή
χαρτοπαικτικός -ή -ό [xartopektikós] & χαρτοπαιχτικός -ή -ό [xarto pextikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χαρτοπαιξία ή με το χαρτοπαίκτη: Xαρτοπαικτική λέσχη. Xαρτοπαικτικά κόλπα.

[λόγ. χαρτοπαίκτ(ης) -ικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες