Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαριτολόγος
1 εγγραφή
χαριτολόγος ο [xaritolóγos] Ο18 : αυτός που συνηθίζει να λέει χαριτολογήματα.|| (ως επίθ.).

[λόγ. χαριτο(λογώ) -λόγος 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες