Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαραχτός
1 εγγραφή
χαραχτός -ή -ό [xaraxtós] Ε1 : που τον έχουν χαράξει· χαραγμένος: Xαραχτές ελιές.

[αρχ. χαρακτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες