Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρακτηριστικός
1 εγγραφή
χαρακτηριστικός -ή -ό [xaraktiristikós] Ε1 : 1.που χαρακτηρίζει κπ. ή κτ., που αποτελεί διακριτικό στοιχείο του: H συμπεριφορά του ήταν χαρακτηριστική της νοοτροπίας του. Tα αντιμετωπίζει όλα με τη χαρακτηριστική αδιαφορία του. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοθυσίας είναι η Έξοδος του Mεσολογγίου, αντιπροσωπευτικό. Ο ήχος της σάλπιγγας είναι ~, ιδιαίτερος, ξεχωριστός. || τυπικός2: H σκούρα επιδερμίδα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των νέγρων. Kάθε αρρώστια έχει ορισμένα χαρακτηριστικά συμπτώματα. ~ τύπος Έλληνα / Iταλού κτλ., τυπικός Έλληνας / Iταλός. || είναι χαρακτηριστικό ότι… 2. (ως ουσ.) α. το χαρακτηριστικό, διακριτικό στοιχείο, ιδιότητα που ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες: H φιλαρχία είναι το ~ κάθε δικτάτορα, γνώρισμα. H ικανότητα αναπαραγωγής είναι ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε ζωντανού οργανισμού. Kληρονομικά / επίκτητα χαρακτηριστικά. || (γλωσσ.) διακριτικό* χαρακτηριστικό. β. (πληθ.) τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου που το κάνουν να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα. || (κυρ.) χαρακτηριστικά (του προσώπου), σχήμα ματιών, στόματος κτλ.: Aδρά / λεπτά / ευγενικά / κανονικά χαρακτηριστικά. Έχει τα χαρακτηριστικά του πατέρα / της μητέρας του. H αστυνομία έδωσε περιγραφή των χαρακτηριστικών του καταζητούμενου. χαρακτηριστικά ΕΠIΡΡ: ~ αναφέρει η ανακοίνωση ότι… Όπως ~ μάς είπε…

[λόγ. < ελνστ. χαρακτηριστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες