Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαράκτης
1 εγγραφή
χαράκτης ο [xaráktis] Ο10 θηλ. χαράκτρια [xaráktria] Ο27 : τεχνίτης ή καλλιτέχνης που ασχολείται με τη χαρακτική.

[λόγ. < ελνστ. χαράκτης `νομισματοκόπος΄ σημδ. γαλλ. graveur· λόγ. χαράκ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες