Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαράκι
3 εγγραφές [1 - 3]
χαράκι το [xaráki] Ο44 : 1.ευθεία γραμμή χαραγμένη επάνω σε χαρτί: Tετράδιο με μονά / με διπλά χαράκια. Nα γράφεις πάνω στα χαράκια. 2. μικρός συνήθ. χάρακας.

[χάρακ(ας) υποκορ. -άκι με απλολ. [akak > ak] ]

χαρακιά η [xaraká] Ο24 : 1.το σημάδι που μένει όταν χαράξουμε μια επιφάνεια: Έκανε με το μαχαίρι μια ~ στο τραπέζι, χαραγματιά. Tου έκανε μια ~ στο πρόσωπο. || (οικ.) βαθιά ρυτίδα: Είχε μια ~ ανάμεσα στα φρύδια του. 2. χτύπημα με το χάρακα: Tου έδωσε δύο χαρακιές στα χέρια.

[χάρακ(ας) -ιά]

χαρακίρι το [xarakíri] Ο44 : 1.αυτοκτονία με οριζόντιο σκίσιμο της κοιλιάς, που συνηθίζεται στην Iαπωνία: Ο σαμουράι έκανε ~. (έκφρ.) κάνω ~, προβαίνω σε μια ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο προσωπικό κόστος. 2. παιχνίδι της πόκας.

[λόγ. < αγγλ. harakiri < ιαπων. harakiri (hara `κοιλιά΄, kiri `κόψιμο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες