Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμψίνι
1 εγγραφή
χαμσίν το [xamsín] Ο (άκλ.) & χαμσίνι το [xamsíni] Ο44 & χαμψίν το [xam psín] Ο (άκλ.) & χαμψίνι το [xampsíni] Ο44 : ορμητικός, ξηρός και θερμός άνεμος της Aιγύπτου, που πνέει από την έρημο προς τις βόρειες περιοχές.

[αραβ. khamsīn `ο άνεμος των πενήντα ημερών΄· χαμσίν -ι· ανάπτυξη [p] για διευκόλυνση της άρθρ.· χαμψίν -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες