Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμούρα
2 εγγραφές [1 - 2]
χάμουρα τα [xámura] Ο41 : (λαϊκότρ.) η σαγή του αλόγου και κυρίως τα ηνία: Άσπρα φαριά με κατάχρυσα ~.

[ρουμ. hamuri, πληθ. του ham που θεωρήθηκε ουδ. εν. και τροπή σε πληθ.]

χαμούρα η [xamúra] Ο25α : (λαϊκ.) γυναίκα πολύ κακής ηθικής· τσούλα.

[ίσως τουρκ. hamur `ζυμάρι, διάθεση του χαρακτήρα, ανακάτεμα΄ (ίσως με βάση το σπάν. νεοελλ. χαμούρι `ζυμάρι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες