Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλάζι
3 εγγραφές [1 - 3]
χαλάζι το [xalázi] Ο44 : 1.βροχή σε μορφή σκληρών κόκκων πάγου που πέφτουν ορμητικά: Πέφτει / ρίχνει ~ / χοντρό ~. ΠAΡ Στην αναβροχιά* καλό (είν΄) και το ~. || καθένας από τους κόκκους του χαλαζιού: Tο ~ ήταν μεγάλο σαν φουντούκι. 2. (μτφ., επιρρηματικά) για σκληρά αντικείμενα που πέφτουν πυκνά και ορμητικά: Tα βόλια έπεφταν ~. || (ειρ.) Οι γνωμοδοτήσεις από σχετικούς και άσχετους πέφτουν (σαν) ~.

[μσν. χαλάζιν < ελνστ. χαλάζιον υποκορ. του αρχ. χάλαζα]

χαλαζίας ο [xalazías] Ο3 : ορυκτό, διοξείδιο του πυριτίου που παρουσιάζεται σε διάφορες παραλλαγές, πολλές από τις οποίες είναι πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι, π.χ. ο αμέθυστος, ο αχάτης κτλ.: Ο ~ χρησιμοποιείται σήμερα στην κατασκευή ρολογιών.

[λόγ. < ελνστ. χαλαζίας]

χαλάζιο το [xalázio] Ο41 : (ιατρ.) μικρό, σκληρό αλλά όχι επώδυνο εξόγκωμα που παρουσιάζεται στην άκρη του βλεφάρου.

[λόγ. < ελνστ. χαλάζιον υποκορ. του αρχ. χάλαζα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες