Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χακί
1 εγγραφή
χακί [xakí] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα σταχτοκίτρινο ή σταχτοπράσινο: ~ παντελόνι / πουκάμισο / κουβέρτα. || (ως ουσ.) το χακί, το χακί χρώμα: Tο ~ είναι το χρώμα του στρατού. Φορούσε μια ζακέτα σε ~ (χρώμα). Aπόχρωση προς το ~. || (επέκτ.) η στρατιωτική θητεία, υπηρεσία: Nτύθη κε στο ~ / φόρεσε το ~, υπηρετεί στο στρατό. Έβγαλε το ~, απολύθηκε από το στρατό.

[λόγ. < αγγλ. khaki (από τα ινδ.) ορθογρ. δαν., κατά τον τον. του γαλλ. kaki]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες