Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαιρετούρα
1 εγγραφή
χαιρετούρα η [xeretúra] Ο25α : (οικ.) χαιρετισμός με πολύ ζωηρές και επιδεικτικά θερμές εκδηλώσεις, όπως π.χ. δυνατό σφίξιμο των χεριών, βαθιές υποκλίσεις κτλ.: Ο υποψήφιος άρχισε τις χαιρετούρες δεξιά και αριστερά.

[χαιρετ(ώ) -ούρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες