Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαιρετισμός
1 εγγραφή
χαιρετισμός ο [xeretizmós] Ο17 : 1α.τυποποιημένα λόγια ή κινήσεις με τα οποία εκδηλώνω φιλία, σεβασμό κτλ., όταν συναντήσω κάποιο γνωστό μου πρόσωπο: Kαλημέρα, καλησπέρα, χαίρετε, γεια σου κτλ. είναι επιφωνήματα χαιρετισμού. Έβγαλε το καπέλο του / υποκλίθηκε σε ένδει ξη χαιρετισμού / για να μου ανταποδώσει το χαιρετισμό. || ύστατος / τελευταίος ~, σε νεκρό. β. Στρατιωτικός ~, κατωτέρου προς ανώτερο, που γίνεται ακουμπώντας τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στην άκρη του καπέλου. Φασιστικός ~, με υψωμένο το δεξί χέρι. γ. απόδοση τιμών σε επίσημα πρόσωπα ή σε εθνικά σύμβολα: ~ με κανονιοβολισμούς. Ο ~ της σημαίας. 2. σύντομος γραπτός ή προφορικός λόγος που περιέχει κάποιο μήνυμα χαράς ή συμπαράστασης: Ο πρωθυπουργός θα απευθύνει χαιρετισμό στους ομογενείς με την ευκαιρία της εθνικής επετείου. 3. (πληθ.) α. η έκφραση φιλικών συναισθημάτων σε κπ. που λείπει, με γράμμα ή μέσο τρίτου προσώπου· χαιρετίσματα: Σου στέλνω τους θερμούς, φιλικούς μου χαιρετισμούς. Διαβίβασε τους χαιρετισμούς μου στη μητέρα σου. (στο τέλος επιστολής) Mε πολλούς / αδελφικούς (κτλ.) χαιρετισμούς. β. (εκκλ.) β1. Xαιρετισμοί, ύμνοι αφιερωμένοι στην Παναγία, που αρχίζουν με τη λέξη «χαίρε»· Aκάθιστος Ύμνος. β2. ακολουθία κατά την οποία ψάλλονται οι παραπάνω ύμνοι, η ακολουθία του Aκάθιστου Ύμνου / του Aκαθίστου: Θα πάω στους Xαιρετισμούς. Οι πιστοί παρακολούθησαν τους Xαιρετισμούς.

[λόγ.: 1-3α: ελνστ. χαιρετισμός `προσφώνηση σε θεό΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. salutation· 3β: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες