Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάρος
1 εγγραφή
χάρος ο [xáros] Ο18 : ο θάνατος συνήθ. προσωποποιημένος: Tους πήρε ο ~ το παιδί. Ο Xάρος με το δρεπάνι. (έκφρ.) βλέπω κπ. σαν το χάρο, για κπ. που μισούμε. στέκεται από πάνω μου σαν το χάρο, για κπ. που στέκε ται πάνω από το κεφάλι μας και μας παρακολουθεί. αυτός χάρο δε φοβά ται, για άνθρωπο πολύ τολμηρό ή γερό. ΦΡ τον ξέχασε ο ~, για άνθρωπο μακρόβιο. παλεύει με το χάρο, για κπ. που ψυχορραγεί. βλέπω το χάρο με τα μάτια μου, αντιμετωπίζω θανάσιμο κίνδυνο. ξεφεύγω / γλιτώνω από του χάρου τα δόντια / το στόμα / τα νύχια, γλιτώνω από θανάσιμο κίνδυνο. γλιτώνω κπ. από του χάρου τα δόντια / το στόμα / τα νύχια, τον γλιτώνω από θανάσιμο κίνδυνο. όποιον πάρει ο ~, για κπ. που αδιαφορεί για τις συνέπειες των ενεργειών του: Ο νεαρός κάθισε στο τιμόνι, πάτησε γκάζι, κι όποιον πάρει ο ~.

[αρχ. Χάρων μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες