Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάραμα
3 εγγραφές [1 - 3]
χάραμα το [xárama] Ο49 : α.το πρώτο φως που φαίνεται στον ορίζοντα πριν από την ανατολή του ήλιου: Tο ~ του ήλιου. Ξεκίνησε με το ~ της αυγής. β. (συνήθ. πληθ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα· ξημερώματα: Ξύπνησε από τα (άγρια) χαράματα. || (ως επίρρ.): Έφυγε χαράματα.

[αρχ. χάραγμα με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] κατά τη σημ. του χαράζωΙΙ]

χαραμάδα η [xaramáδa] Ο26 : μακρύ και στενό άνοιγμα σε ξύλινη κυρίως κατασκευή, που δημιουργείται από φθορά του υλικού ή από κακή συναρμογή δύο κομματιών μεταξύ τους: Kρυφοκοιτάζει από τη ~ της πόρτας. Ο ήλιος έμπαινε από τις χαραμάδες που είχαν τα παράθυρα. || ~ μισόκλειστης πόρτας. || (μτφ.): Mόλις που διακρινόταν μια ~ ελπίδας.

[μσν. χαραμάδα < αρχ. χάραγμ(α) -άδα με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] (σύγκρ. χάραμα, χαραματιά)]

χαραματιά η [xaramatxá] Ο24 : 1.χαραμάδα. 2. χαραγματιά.

[αρχ. χαραγματ- (χάραγμα) -ιά με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες