Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάρακας
1 εγγραφή
χάρακας ο [xárakas] Ο5 : λεπτό επίμηκες όργανο, με τετραγωνική διατομή ή πεπλατυσμένο, από ξύλο, πλαστικό ή μέταλλο, που το χρησιμοποιούν για να τραβούν ευθείες γραμμές· ρίγα, κανόνας2: Kυλινδρικός / επίπεδος ~. ~ με υποδιαιρέσεις του μέτρου, υποδεκάμετρο. χαρακάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. χάραξ, αιτ. -ακα `πάσσαλος΄ κατά τη σημ. του χαράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες