Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χάπενιγκ το [xápeniŋg] Ο (άκλ.) : θεατρικό είδος στο οποίο οι ηθοποιοί, με συμμετοχή των θεατών, αυτοσχεδιάζουν στη σκηνή. || (επέκτ.) εκδήλωση που έχει θεατρικό και εντυπωσιακό χαρακτήρα: Tο ~ της βραδιάς. Kοσμικά ~.
[λόγ. < αγγλ. happening]