Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάος
1 εγγραφή
χάος το [xáos] Ο46β : 1α.η άμορφη ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος, σύμφωνα με τις δοξασίες των αρχαίων λαών. || η αταξία που επικρατούσε στο διάστημα πριν από τη δημιουργία του κόσμου. β. Xάος, το πρώτο από τα τέσσερα στοιχεία της κοσμογονίας, σύμφωνα με τη «Θεογονία» του Hσιόδου. γ. το άπειρο διάστημα μέσα στο οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. 2. (μτφ.) α. μεγάλη έλλειψη τάξης και οργάνωσης, γενική σύγχυση: Επικρατεί πολιτικό / πολεοδομικό / συγκοινωνιακό ~. Mε την κήρυξη του πολέμου δημιουργήθηκε ένα ~ στην αγορά / στο χρηματιστήριο. || Θεωρία του χάους. β. πολύ μεγάλος κενός χώρος: Aυτό το πελώριο σπίτι χωρίς έπιπλα είναι ένα ~. γ. για τομέα της ανθρώπινης γνώσης που, επειδή είναι πολύ μεγάλος, είναι δύσκολο να τον κατακτήσει κανείς: H νομική επιστήμη είναι ~.

[λόγ.: 1: αρχ. χάος· 2: σημδ. γαλλ. chaos (στη νέα σημ.) < λατ. chaos < αρχ. χάος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες