Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χάντμπολ το [xándbol] Ο (άκλ.) : αθλητικό παιχνίδι ανάλογο με το ποδόσφαιρο, με τη διαφορά ότι την μπάλα την πετούν με τα χέρια· χειροσφαίριση.
[λόγ. < αγγλ. handball]



