Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάιδεμα
1 εγγραφή
χάιδεμα το [xáiδema] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαϊδεύω. α. χάδι: Tο ~ / τα χαϊδέματα της μάνας. β. για πολύ ελαφριά τιμωρία: Aυτό δεν ήταν τιμωρία, ήταν ~. 2. (συνήθ. πληθ.) η ενέργεια του χαϊδεύω2· συμπεριφορά που προκαλεί το ενδιαφέρον των άλλων· νάζια: Άρχισε πάλι τα χαϊδέματα.

[χαϊδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες