Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάζι
1 εγγραφή
χάζι το [xázi] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : παρακολούθηση ενός θεά ματος ή απασχόληση με κτ. για να περνάει η ώρα, χωρίς να υπάρχει σοβαρό ενδιαφέρον, κυρίως σε εκφράσεις για ~: Πηγαίνω καμιά φορά στο γήπεδο, έτσι για ~. κάνω ~: Tα κάνω ~ τα παιδάκια όταν παίζουν, με ευχαριστεί να τα βλέπω· ΣYN έκφρ. τα κάνω γούστο. έχει (το) ~ (του) να…, είναι ευχάριστο να…· ΣYN ΦΡ έχει γούστο να… και (ειρ.) έχει ~ να…, δε θα ήταν καθόλου ευχάριστο αν…: Θα έχει μεγάλο ~ να ξέχασα το κλειδί μου!

[τουρκ. haz `ευχαρίστηση, απόλαυση΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες