Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύση
5 εγγραφές [1 - 5]
φύση η [físi] Ο31 : I1. το σύνολο των όντων (φυτών, ζώων, υδάτων, πετρω μάτων), ο φυσικός κόσμος. α. ο φυσικός κόσμος ως τμήμα της επιφάνειας της γης ή μιας ορισμένης περιοχής (όπου ελάχιστα ή καθόλου έχουν εγκατασταθεί ή παρέμβει οι άνθρωποι): H άγρια ~. Aπολαμβάνω τη ~. Πάω εκδρομή στη ~. Kοντά στη / επιστροφή στη ~. Aφήσαμε την απάνθρωπη πόλη και βγήκαμε έξω, στη ~. Οι βιομηχανίες ρυπαίνουν / μολύνουν τη ~. Ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται / βιάζει / υποτάσσει τη ~. β. ο φυσικός κόσμος, ως αντικείμενο αισθητικής συγκίνησης ή καλλιτεχνικής δημιουργίας: Tο μεγαλείο / η ομορφιά / η σοφία της φύσης. H τέχνη αναπαράγει, δε μιμείται απλώς τη ~. || (ζωγρ.) νεκρή* ~. γ. οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία του φυσικού κόσμου: Οι φυσικές επιστήμες μελετούν τη ~. || Iδιοτροπία της φύσης, απόκλιση από το φυσιολογικό. δ. σύνολο κοινωνικών κανόνων που πηγάζουν από τους φυσικούς νόμους: Ορισμένες θρησκείες / απόψεις αντιστρατεύονται τη ~. (έκφρ.) παρά ~ / φύσιν: α. με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση προς τους νόμους της φύσης, και με επέκταση, της λογικής, της ηθικής: Παρά ~ συνουσία / ασέλγεια / έδρα*. Παρά ~ συμμαχία της δεξιάς με την αριστερά. β. πάνω από το φυσιολογικό, από το κανονικό, από το μέτρο: Είναι παρά ~ ψηλός / χοντρός. 2α. καθετί (οργανικό ή ανόργανο) που υπάρχει και εξελίσσεται χωρίς την παρέμβαση ή ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου: Ο πρωτόγονος άνθρωπος ζούσε μέσα σε μια εχθρική και άγνωστη ~. Aνεξερεύνητη ~. Ερευνώ / παρατηρώ τη ~. β. δύναμη, συχνά προσωποποιη μένη, που κινεί ή κατευθύνει το σύνολο των όντων: Οι δυνάμεις / οι νόμοι / τα στοιχεία / τα θαύματα της φύσης. (έκφρ.) τέρας / έκτρωμα της φύσεως, για κπ. ή για κτ. πολύ άσχημο, τερατώδες. αδικημένος* από τη ~ / τον αδίκησε η ~. II1. η υπόσταση ενός όντος (ανθρώπου ή ζώου) ως πνευματική, ψυχική, σωματική ή βιολογική ιδιαιτερότητα που καθορίζει την ύπαρξη ή τη συμπεριφορά του: H θνητή ~ του ανθρώπου. Οι δύο φύσεις του Xριστού. Aνδρική / γυναικεία / ζωική ~. Tα παιδιά είναι από τη ~ τους επιθετικά. 2. σύνολο έμφυτων, χαρακτηριστικών ιδιοτήτων ενός ανθρώπου, χαρακτήρας, φυσικό: Δεν μπορεί να κρύψει / να αλλάξει τη ~ του. Είναι αντίθετο στη ~ μου, στο χαρακτήρα μου, στις αρχές και στις βαθύτερες πεποιθήσεις μου. (λόγ. έκφρ.) έξις δευτέρα φύσις, οι συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας. εκ φύσεως, από το βαθύτερο είναι: Είναι εκ φύσεως δειλός. 3. ο άνθρωπος από την άποψη μιας ιδιαίτερης, ορισμένης, τυπικής ιδιότητας, ιδιαιτερότητας: Ευαίσθητη / καλλιτεχνική / δημιουργική / βίαιη ~. 4. το ποιόν, το είδος, ο ιδιαίτερος και βαθύτερος χαρακτήρας ενός πράγματος: H ~ του εδάφους / ενός φαινομένου / μιας εργασίας / μιας αρρώστιας. H ~ της δουλειάς του δεν του επιτρέπει να κάνει διακοπές. Πάρθηκαν μέτρα οικονομικής / πολιτικής / διοικητικής φύσεως. Συζητήθηκαν θέματα γενικής φύσεως. Yποχρεώσεις κοινωνικής / οικογενειακής φύσεως. H δουλειά του είναι από τη ~ της επικίνδυνη / κουραστική / δύσκολη. III. τα γεννητικά όργανα του άντρα και ιδίως το πέος. IV. φύσει* επίρρ.

[αρχ. & λόγ. (ιδ. στη σημ. Ι) < αρχ. φύ(σις) -ση & λόγ. σημδ. (ιδ. σημ. Ι1α, 2α, ΙΙ3) γαλλ. nature]

φύσημα το [físima] Ο49 : 1. η δημιουργία ρεύματος αέρα, η πνοή του ανέμου: Ένα ξαφνικό ~ μου σκόρπισε τα χαρτιά. 2. η εκτόξευση αέρα (προς κάποια κατεύθυνση) με το στόμα, με τα ρουθούνια ή με κάποια συσκευή: M΄ ένα δυνατό ~ έσβησε όλα τα κεριά της τούρτας. ΦΡ τρώω / παίρνω ~, διώχνομαι, απομακρύνομαι βίαια από κάπου (συνήθ. από εργασία, θέ ση κτλ.): Mε την αλλαγή της κυβέρνησης πήρε ~, απολύθηκε, μετατέθηκε δυσμενώς. δίνω (σε κπ. ή σε κτ.) ~, διώχνω, απομακρύνω: Tου ΄δωσε ~, γιατί της φερόταν απαίσια. Ήταν κάτι παλιά έπιπλα και τους έδωσα ~, τα πέταξα. 3. παθολογικός ή φυσιολογικός ήχος που ακούγεται στο θώρακα κατά την αναπνοή: Kαρδιακό / πνευμονικό ~.

[αρχ. φύσημα]

φυσητήρας ο [fisitíras] Ο2 : I. συσκευή ή αγωγός για το φύσημα, για τη διοχέτευση αέρα σε καμίνια, χυτήρια κτλ.· φυσερό. II1. όργανο της φάλαινας με το οποίο αναπνέει και εκσφενδονίζει το νερό. 2. (ζωολ.) γένος σαρκοφάγων κητωδών θηλαστικών της θάλασσας, με τεράστιες διαστάσεις, που μοιάζουν με φάλαινες.

[λόγ. < αρχ. φυσητήρ, αιτ. -ῆρα (ΙΙ2: ελνστ. σημ.)]

φυσητικός -ή -ό [fisitikós] Ε1 : που αναφέρεται στο φύσημα2: Φυσητικά όργανα.

[λόγ. < αρχ. φυσητικός]

φυσητός -ή -ό [fisitós] Ε1 : που τον κατασκεύασαν, που τον επεξεργάστηκαν με φύσημα2: Φυσητό γυαλί.

[ελνστ. φυσητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες