Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύραμα
1 εγγραφή
φύραμα το [fírama] Ο49 : 1. αλεύρι ή άλλο υλικό ζυμωμένο με νερό· ζυμάρι, ζύμη. 2. είδος τροφής για πτηνά: Πωλούνται ζωοτροφές και φυράματα. 3. (μτφ.) το ποιόν, ο χαρακτήρας ενός προσώπου: Έμπλεξε με ανθρώπους του ίδιου φυράματος.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. φύραμα `ζυμάρι΄· 3: σημδ. γαλλ. enzyme = ένζυμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες