Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φύομαι [fíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (για φυτά) έχω, βρίσκω τις κατάλ ληλες συνθήκες ώστε να φυτρώσω, να ευδοκιμήσω: Φυτά που φύονται σε ξηρά / υγρά / λιμνώδη εδάφη. || φυτρώνω, βλασταίνω.
[λόγ. < αρχ. φύομαι]