Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτόλουτρο το [fotólutro] Ο41 : η έκθεση του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) σε φυσικό ή τεχνητό φως για θεραπευτικούς σκοπούς.
[λόγ. φωτο- 1 + λουτρ(όν) -ον μτφρδ. γερμ.(;) Lichtbad]