Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτοτροπισμός
1 εγγραφή
φωτοτροπισμός ο [fototropizmós] Ο17 : η ιδιαίτερη επίδραση των φωτεινών ακτίνων (κυρ. του ήλιου): α. στον προσανατολισμό (και στην αύξηση) των φυτών· (πρβ. γεωτροπισμός): Θετικός ~, κίνηση προς το φως. Aρνητικός ~, κίνηση απομάκρυνσης από το φως. β. στην κίνηση θαλάσσιων οργανισμών: Ο ιππόκαμπος έχει θετικό φωτοτροπισμό.

[λόγ. < γαλλ. phototropisme < photo- = φωτο- 1 + tropisme = τροπισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες