Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτορυθμικός -ή -ό [fotoriθmikós] Ε1 : (κυρ. ως ουσ.) τα φωτορυθμικά, φωτισμός που είναι ρυθμισμένος και συγχρονισμένος με τη μουσική που εκπέμπεται κυρίως σε μουσικές εκδηλώσεις ή σε χορευτικά κέντρα για νέους.
[λόγ. φωτο- 1 + ρυθμικός (< αγγλ;)]