Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτογραφείο
1 εγγραφή
φωτογραφείο το [fotoγrafío] Ο39 : το εργαστήριο ή και το κατάστημα φωτογράφου.

[λόγ. φωτογράφ(ος) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες