Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτογραμμ
2 εγγραφές [1 - 2]
φωτόγραμμα το [fotóγrama] Ο49 : 1. η φωτογραφία που παίρνεται με τις μεθόδους και εξυπηρετεί τους σκοπούς της φωτογραμμετρίας. 2. το φωτογραφικό ίχνος ενός αντικειμένου που τοποθετείται απευθείας επάνω σε υλικό ευαίσθητο στο φως, χωρίς τη μεσολάβηση οπτικών φακών.

[λόγ. < αγγλ. photogram < photo- = φωτο- 2 + -gram < αρχ. γράμμα]

φωτογραμμετρία η [fotoγrametría] & φωτογραμμομετρία η [fotoγramo metría] Ο25 : α. επιστημονικός κλάδος που πραγματεύεται τις μεθόδους με τις οποίες είναι δυνατό να υπολογίζονται οι διαστάσεις αντικειμένων ή χώρων επάνω σε αεροφωτογραφίες. β. η τεχνική, η μέθοδος χρήσης αεροφωτογραφιών σε τοπογραφικές μετρήσεις.

[λόγ. < αγγλ. photo grammetry < photogram = φωτόγραμ(μα) + -metry = -μετρία· κατά την αντιστοιχία gramm(o)- = γραμμο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες