Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτοβόλημα
1 εγγραφή
φωτοβόλημα το [fotovólima] Ο49 : η φωτοβολία.

[λόγ. < μσν. φωτοβόλημα < φωτοβολη- (φωτοβολώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες