Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτοβολία
1 εγγραφή
φωτοβολία η [fotovolía] Ο25 : η εκπομπή φωτός, η ακτινοβολία, η λάμψη.

[λόγ. < μσν. φωτοβολία `αχτίνα φωτός΄ < φωτο- 1 + -βολ(ώ) -ία σημδ. γαλλ. luminescence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες