Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτοβολία η [fotovolía] Ο25 : η εκπομπή φωτός, η ακτινοβολία, η λάμψη.
[λόγ. < μσν. φωτοβολία `αχτίνα φωτός΄ < φωτο- 1 + -βολ(ώ) -ία σημδ. γαλλ. luminescence]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < μσν. φωτοβολία `αχτίνα φωτός΄ < φωτο- 1 + -βολ(ώ) -ία σημδ. γαλλ. luminescence]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |