Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτο
67 εγγραφές [1 - 10]
φωτο- 1 [foto] & φωτό- [fotó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & φωτ- [fot], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθε τικό αναφέρεται: 1. στο φως, το ηλιακό φως ή γενικά το φως της ημέρας: φωταγωγός, ~δότης, ~θεραπεία, φωτόλουτρο· φωτόλουστος. || (συχνά επιστ.) ~μετρία, ~σύνθεση, φωτόσφαιρα, ~τροπισμός, ~χημεία. 2. στο ηλεκτρικό φως: φωταγωγώ· φωταγώγηση, ~χυσία.

[λόγ. < αρχ. φωτο- θ. του ουσ. φῶς ως α' συνθ.: αρχ. φωτο-ειδής `φωτεινός΄, ελνστ. φωτ-αγωγός ἡ `παράθυρο΄ & διεθ. photo- < αρχ. φωτο-: φωτο-θεραπεία < γαλλ. photo thérapie, φωτο-ηλεκτρικός < αγγλ. photoelectric]

φωτο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει σχέση με τη φωτογραφία ή τη φωτογράφιση: ~αντίγραφο, ~γράφος, ~μοντέλο, ~ρεπόρτερ, ~σύνθεση, ~τυπία· ~τυπώ.

[λόγ. < διεθ. photo- < αρχ. φωτο- (δες φωτο- 1) ως α' συνθ.: φωτο-γραφία < γαλλ. photographie, φωτο-φίνις < αγγλ. photofinish, φωτο-ρεπόρτερ < γερμ. Ρhotoreporter]

φωτοαντιγραφικός -ή -ό [fotoandiγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτοτυπία2, φωτοτυπικός: Φωτοαντιγραφικό χαρτί / μηχάνημα.

[λόγ. φωτο- 2 + αντιγραφικός μτφρδ. αγγλ. photocopier (photo- = φωτο- 2)]

φωτοαντίγραφο το [fotoandíγrafo] Ο42 : αντίγραφο κειμένου, σχεδίου, εικόνας κτλ. που παράγεται με ειδική φωτογραφική μέθοδο· φωτοτυπία, φωτοκόπια: Kάνω φωτοαντίγραφα, φωτοτυπώ. Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα πιστοποιητικών.

[λόγ. φωτο- 2 + αντίγραφον μτφρδ. αγγλ. photocopy (photo- = φωτο- 2)]

φωτοβόλημα το [fotovólima] Ο49 : η φωτοβολία.

[λόγ. < μσν. φωτοβόλημα < φωτοβολη- (φωτοβολώ) -μα]

φωτοβολία η [fotovolía] Ο25 : η εκπομπή φωτός, η ακτινοβολία, η λάμψη.

[λόγ. < μσν. φωτοβολία `αχτίνα φωτός΄ < φωτο- 1 + -βολ(ώ) -ία σημδ. γαλλ. luminescence]

φωτοβολίδα η [fotovolíδa] Ο26 : είδος βλήματος (που εκτοξεύεται συνήθ. από ειδικό πιστόλι) που εκπέμπει ισχυρό φως και χρησιμοποιείται για να φωτίσει προς στιγμή μια περιοχή ή ως συνθηματικό σημείο: Ρίχτηκε μια κόκκινη / πράσινη / λευκή ~.

[λόγ. φωτο- 1 + βολίς > βολίδα]

φωτοβόλος -α -ο [fotovólos] Ε4 : που εκπέμπει (ζωηρό, έντονο, πλούσιο) φως, φεγγοβόλος.

[λόγ. < μσν. φωτοβόλος < φωτο- 1 + -βόλος]

φωτοβολώ [fotovoló] Ρ10.9α μππ. φωτοβολημένος : εκπέμπω ζωηρό, πλούσιο, άπλετο φως, ακτινοβολώ, λάμπω.

[λόγ. < μσν. φωτοβολώ < φωτο- 1 + -βολώ]

φωτογένεια η [fotojénia] Ο27 : η ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων να φαίνονται έντονα, ζωηρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους κατά τη φωτογράφιση, την κινηματογράφηση ή την τηλεοπτική τους εμφάνιση: Tο πρόσωπό της (δεν) έχει ~.

[λόγ. < γαλλ. photogénie < photo- = φωτο- 2 + -génie < -gène (δες φωτογενής)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες