Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτεινός
1 εγγραφή
φωτεινός -ή -ό [fotinós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος φως, που φωτίζεται άπλετα: Φωτεινό δωμάτιο. ~ ουρανός / δρόμος. 2. που εκπέμπει φως, που φέγγει, που φωτίζει: Φωτεινή πηγή / ακτίνα / δέσμη. ~ σηματοδότης. Φωτεινά σήματα (τροχαίας). Φωτεινή επιγραφή. 3. λαμπρός, ζωηρός: Φωτει νό χρώμα. Φωτεινή ανταύγεια. || (μτφ.) λαμπερός: Φωτεινό πρόσωπο. 4. (μτφ.) που ξεχωρίζει θετικά ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα ή καταστάσεις, ξεχωριστός, εξαιρετικός: Φωτεινό παράδειγμα. Mέσα στο γενικότερο κλί μα της ανηθικότητας αυτός αποτελεί φωτεινή εξαίρεση. (έκφρ.) φωτεινά διαλείμματα*. || ~ νους. Φωτεινή διάνοια. Φωτεινό μυαλό: α. για άνθρω πο που τον χαρακτηρίζει διαύγεια, ευρύτητα πνεύματος. β. για άνθρωπο που είναι ανοιχτός σε καθετί νέο, προοδευτικό. || Φωτεινή μοναρχία / δεσποτεία, η φωτισμένη. φωτεινά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. φωτεινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες