Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωταψία η [fotapsía] Ο25 : ο φωτισμός με πολλά φώτα, με άπλετο φως· φωταγώγηση.
[λόγ. < μσν. φωταψία `άναμμα φωτός΄ κατά το ελνστ. λυχναψία `άναμμα λυχναριού΄, σημδ. γαλλ. illumination]



