Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωνούμενος
1 εγγραφή
φωνούμενος -η -ο [fonúmenos] Ε5 : ~ λόγος, ο λόγος του ανθρώπου όπως εκφωνείται, η ομιλία, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο λόγο.

[λόγ. μπε. του αρχ. ρ. φωνῶ `μιλάω΄ κατά την αρχ. φρ. τά φωνηθέντα `λέξεις που προφέρθηκαν΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες