Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωνούμενος -η -ο [fonúmenos] Ε5 : ~ λόγος, ο λόγος του ανθρώπου όπως εκφωνείται, η ομιλία, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο λόγο.
[λόγ. μπε. του αρχ. ρ. φωνῶ `μιλάω΄ κατά την αρχ. φρ. τά φωνηθέντα `λέξεις που προφέρθηκαν΄]